- φορκός
- -ή, -όν, Α(ποιητ. τ.) (κυρίως το ουδ.) φορκόν(κατά τον Ησύχ.) «λευκόν, πολιόν, ῥυσόν».[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. φορκός, το οποίο απαντά μόνο στη γλώσσα τού Ησύχ. και σε κάποια ονόματα θεών (πρβλ. Φόρκος, Φορκίδες, Φόρκυς), ανάγεται, κατά την επικρατέστερη άποψη, στην ετεροιωμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *bher- «λάμπω, λευκός» με επέκταση -κ- (πρβλ. γοτθ. bairths «αστραφτερός», αρχ. αγγλ. beorth, αγγλ. bright «αστραφτερός, φωτεινός» με επέκταση *-g- τής ρίζας). Αρχική σημ. τού επιθ. είναι «λευκός», από όπου στη συνέχεια έλαβε τη σημ. «πολιός, αυτός που έχει λευκές τρίχες, ηλικιωμένος» και κατ' επέκταση «ῥυσός, γεμάτος ρυτίδες». Με βάση αυτήν τη σημ. έχει προταθεί η σύνδεση τού τ. με τη λ. φαρκίς* «ρυτίδα», η οποία, όμως, δεν θεωρείται και πολύ πιθανή].
Dictionary of Greek. 2013.